- μόραν
- μόρᾱν , μόραa divisionfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MORA — I. MORA Ptolem. oppid. Corsicae exstinctum, in ora Boreali apud Opinum oppid. inde 4. mill. pass. in Ortum, a Bastia 12. fere, Centurinum versus; Villa de Mori vulgo. II. MORA apud Corn. Nepotem Iphicrate, c. 2. Hôc exercitis moram… … Hofmann J. Lexicon universale
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek